κακοθανατίζω

κακοθανατίζω
κακοθανάτισα, πεθαίνω κακώς: Μη με στενοχωρείτε πολύ και κακοθανατίσω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοθανατίζω — κακοθανατίζω, κακοθανάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακοθανατίζω — (Μ κακοθανατίζω) πεθαίνω με κακό θάνατο (α. «πιάνω μαχαίρι να σφαώ, να κακοθανατίσω», Ερωτόκρ. β. «που να κακοθανατίσει ο άτιμος») μσν. προκαλώ άσχημο θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοθανατώ, κατά τα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κακοθανάτισμα — το [κακοθανατίζω] κακοθανασία*, κακός, οδυνηρός θάνατος …   Dictionary of Greek

  • κακοθανατώ — κακοθανατῶ, έω (Μ) [κακοθάνατος] προκαλώ άσχημο θάνατο, κακοθανατίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”